- ασήμι
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κροκεών.
* * *το (Μ ἀσήμιον)ο άργυρος (το μέταλλο)νεοελλ.1. το ασημένιο νόμισμα2. πληθ. τα ασήμιατα αργυρά κοσμήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. ασήμι < μσν. ασήμιον, υποκοριστικό του μετακλασικού άσημον, το («άργυρος») < αρχ. άσημος < α-στερ. + σήμα «σημάδι, σφραγίδα». Ο τ. άσημος χρησιμοποιείται στην αρχαιότητα για να χαρακτηρίσει τον ασφράγιστο χρυσό ή άργυρο, δηλ. αυτόν που δεν έχει κοπεί σε νομίσματα.ΠΑΡ. ασημένιος, ασημής, ασημικό, ασημώνω.ΣΥΝΘ. μσν. ασημοκλέπτηςμσν.- νεοελλ.ασημοχρύσαφοννεοελλ.ασημοβροντώ, ασημοκάντηλο, ασημοκαπνίζω, ασημοκεντημένος, ασημόλευκα, ασημομάχαιρο, ασημόνερο, ασημόπαιδο, ασημόπετρα, ασημοπρόσωπος, ασημόσκονη, ασημοστόλιστος, ασημοφέρνω].
Dictionary of Greek. 2013.